τρεμουλιάρης, -α, -ικο

τρεμουλιάρης, -α, -ικο
1. αυτός που πάσχει από τρεμούλιασμα των άκρων, τρεμάμενος: Τρεμουλιάρης γέρος.
2. αυτός που εύκολα τον πιάνει ανατριχίλα: Είναι τρεμουλιάρα, όταν βλέπει ποντικό.
3. πολύ δειλός: Δεν κάνει για πολεμιστής· είναι τρεμουλιάρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρεμουλιάρης — άρα, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από σπασμούς τών άκρων 2. αυτός που κρυώνει εύκολα 3. πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεμούλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. κλαψ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • τουρτουριάρης, -α, -ικο — τρεμουλιάρης από κρύο ή φόβο ή πυρετό: Τουρτουριάρης γέρος στο χιόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρεμουλιάρικος — η, ικο, Ν [τρεμουλιάρης] τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”